- κατάπρωτος
- -η, -οο πρώτος από τους πρώτους, πρώτιστος.επίρρ...κατάπρωταπρώτα-πρώτα, πρωτίστως, πρώτιστα, κυριότατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πρῶτος. Η λ., στο θηλ. κατάπρωτη, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.